- πημοσύνη
- πημοσύνη, ἡ,A = πημονή, A.Pr.1058 (pl., anap.), E.Fr.910.3 (anap.), Orph.Fr.285.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πημοσύνη — ἡ, Α η πημονή*, συμφορά, δυστύχημα, πάθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῆμα + κατάλ. σύνη (πρβλ. οικτο σύνη)] … Dictionary of Greek
πημοσύναις — πημοσύνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοσύνην — πημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημοσύνας — πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem acc pl πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)